- ωρείον
- (I)και ὤριον και ὤρεον τὸ, ΜΑ(κρητ. τ.) φρούριο, οὐρεῑον* («ἐν τῷ ὠρέῳ Μιλίῳ», ΨΚωδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. τού οὐρεῖον* «φρούριο»].————————(II)και ὡρρεῑον, τὸ, ΜΑβλ. ορρείον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠρεῖον — guard house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρεῖον — horreum neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρεῖα — ὠρεῖον guard house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρείων — ὠρεῖον guard house neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠρείῳ — ὠρεῖον guard house neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρεῖα — ὡρεῖον horreum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρείοις — ὡρεῖον horreum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρείου — ὡρεῖον horreum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρείῳ — ὡρεῖον horreum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωρολόγιον — Λειτουργικό βιβλίο της Aνατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάστηκε έτσι, διότι περιέχει κατά ώρες τους ύμνους και τις ακολουθίες που έψελναν οι χριστιανοί των πρώτων αιώνων κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στο Ω. προστέθηκαν αργότερα και οι ακολουθίες του… … Dictionary of Greek